- φεουδαλισμός
- ο см. ρεουδαρχισμός
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φεουδαλισμός — φεουδαλισμός, ο και φεουδαρχισμός, ο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό σύστημα που κατανέμει τις εκτάσεις μιας χώρας σε φέουδα (βλ. λ.), σε τιμάρια (σε αντίθεση με τον αστισμό και τον κομουνισμό), ο τιμαριωτισμός, η φεουδαρχία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φεουδαλισμός — Κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, που άκμασε κυρίως κατά τον 9o 13o αι., ιδίως στα δυτικοευρωπαϊκά κράτη που προήλθαν από τη διάλυση της αυτοκρατορίας των Kαρολιδών (σημερινή Γαλλία, Γερμανία κλπ.). Το φαινόμενο έχει την αρχή του στην τελευταία… … Dictionary of Greek
τιμαριωτισμός — ο, Ν 1. κοινωνικό και διοικητικό σύστημα, συγγενικό με τη φεουδαρχία, βασιζόμενο στα τιμάρια, το οποίο αναπτύχθηκε κυρίως κατά την ακμή τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας 2. (στη Δύση) φεουδαλισμός, φεουδαρχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμαριώτης + ισμός*. Η λ.… … Dictionary of Greek
φεουδαρχία — Bλ. λ. φεουδαλισμός. * * * η, Ν 1. (γενικά) πολιτικοοικονομικό σύστημα που αντικατέστησε το σύστημα τής δουλείας και το οποίο στηριζόταν στο σύστημα κατοχής τής γής με βάση το φέουδο και στη θέσπιση προσωπικών αμοιβαίων υποχρεώσεων και καθηκόντων … Dictionary of Greek
φεουδαρχισμός — ο βλ. φεουδαλισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)